- πετρελαιόπισσα
- η природный асфальт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρελαιόπισσα — η, Ν το πυκνόρρευστο υλικό που απομένει στους λέβητες μετά την απόσταξη τού πετρελαίου … Dictionary of Greek